αλευράς
Смотреть что такое "αλευράς" в других словарях:
Αλευράς, Γιάννης — (Μεσσήνη 1912 – 1995). Πολιτικός. Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πολιτική. Προερχόταν από τις γραμμές του κεντροαριστερού χώρου και του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1935, στη διάρκεια του κινήματος του Πλαστήρα και του Ελευθέριου Βενιζέλου,… … Dictionary of Greek
αλευράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Κολλίνες Καλτεζών. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης υπό τις διαταγές του Π. Βαρβιτζιώτη. Προσέφερε για τις ανάγκες του Αγώνα όλη την κινητή περιουσία του και μεγάλο μέρος της … Dictionary of Greek
αλευράς — ο πληθ. άδες, θηλ. ού αυτός που πουλά αλεύρι: Οι αλευράδες είχαν αρχίσει να κρύβουν το αλεύρι και να το πουλούν μυστικά πανάκριβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Алеврас, Иоаннис — Иоаннис Алеврас греч. Ιωάννης Αλευράς Президент Греции … Википедия
Ioannis Alevras — Ioánnis Alevrás Ιωάννης Αλευράς Mandats Président de la République hellénique (par intérim) 10 … Wikipédia en Français
Transcription et translitteration — Transcription et translittération Les termes de cet article sont fréquemment amalgamés : Contexte de l écriture : transcription , translittération Pour les articles homonymes, voir Transcription … Wikipédia en Français
Transcription et translittération — Pour les articles homonymes, voir Transcription. En écriture, les termes transcription et translittération sont fréquemment amalgamés. Cet article vise à clarifier les notions. La translittération est l opération qui consiste à… … Wikipédia en Français
Translittération — Transcription et translittération Les termes de cet article sont fréquemment amalgamés : Contexte de l écriture : transcription , translittération Pour les articles homonymes, voir Transcription … Wikipédia en Français
Translitération — Transcription et translittération Les termes de cet article sont fréquemment amalgamés : Contexte de l écriture : transcription , translittération Pour les articles homonymes, voir Transcription … Wikipédia en Français
αλευράδικο — το [αλευράς] το αλευροπωλείο … Dictionary of Greek
αλευρέμπορος — ο έμπορος αλεύρων, αλευροπώλης, αλευράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + έμπορος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευρεμπόριο] … Dictionary of Greek